λινόπλεκτος

λινόπλεκτος
λῐνό-πλεκτος, ον,
A twisted or plaited of flax, Nonn.D.26.56 codd. [suff] λῐνό-πληκτος, ον, shy of the net, of animals that have been caught and escaped, Plu.2.642a:—also [suff] λῐνο-πλήξ, ῆγος, , , Hsch.: [comp] Sup.

λινοπληγέστατος, ἰχθῦς Numen.

ap. Ath.7.321b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λινόπλεκτος — λινόπλεκτος, ον (Α) πλεγμένος με λίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. εύ πλεκτος, θεμί πλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • λινοπλέκτοισι — λινόπλεκτος twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”